υπόπυον

υπόπυον
το, Ν
ιατρ. βλ. υπόπυος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπόπυον — ὑπόπυος tending to suppuration masc/fem acc sg ὑπόπυος tending to suppuration neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόπυος — α, ον / ὑπόπυος, ον, ΝΑ έμπυος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το υπόπυον ιατρ. συγκέντρωση πύου εσωτερικά και στο κάτω μέρος τού πρόσθιου θαλάμου τού ματιού, που αποτελεί σημείο ενδοφθάλμιας λοίμωξης αρχ. 1. αναμεμιγμένος με πύον 2. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”